- δετικά
- ταη αμοιβή για το δέσιμο βιβλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δετικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δέση ή στον δέτη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δετικά το ποσό τών χρημάτων που πληρώνεται σε τεχνίτη για βιβλιοδετική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek